τίλμα

τίλμα
το, ΝΑ [τίλλω]
μοτός, ξαντό
νεοελλ.
στουπί από νήματα παλαιών λινών υφασμάτων και από ξέσματα βαμβακερών υφασμάτων που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό μεταλλικών σκευών, μηχανημάτων ή ως γάζα σε περιπτώσεις τραυματισμών
αρχ.
1. τίλση
2. καθετί που μπορεί να αποσπαστεί ή να μαδηθεί
3. στον πληθ. τὰ τίλματα- ιατρ. διαστρέμματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τίλμα — anything pulled neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιλμάτων — τίλμα anything pulled neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τίλμασι — τίλμα anything pulled neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τίλμασιν — τίλμα anything pulled neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τίλματα — τίλμα anything pulled neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τίλματι — τίλμα anything pulled neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τίλματος — τίλμα anything pulled neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τίλματ' — τίλματα , τίλμα anything pulled neut nom/voc/acc pl τίλματι , τίλμα anything pulled neut dat sg τίλματε , τίλμα anything pulled neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιλμάτιον — τὸ, Α [τίλμα, ατος] υποκορ. τού τίλμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”